- δακτυλιουργός
- δακτῠλιουργός, ὁ,A ring-maker, Philyll.15, Pherecr.207.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δακτυλιουργός — δακτυλιουργός, ο (Α) ο τεχνίτης που κατασκευάζει δαχτυλίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + ουργός < έργον] … Dictionary of Greek
δακτυλιουργόν — δακτυλιουργός ring maker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek